γιοφύρι

γιοφύρι
το мост

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γιοφύρι" в других словарях:

  • γιοφύρι — Οικισμός (2 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. * * * το βλ. γεφύρι …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Liste de ponts de Grèce — Cette liste de ponts de Grèce a pour vocation de présenter une liste de ponts remarquables de Grèce, tant par leurs caractéristiques dimensionnelles, que par leur intérêt architectural ou historique. Le pont Rion Antirion La catégorie lien donne… …   Wikipédia en Français

  • Árachthos — El Árachthos en Arta. País que atraviesa …   Wikipedia Español

  • Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) …   Deutsch Wikipedia

  • πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… …   Dictionary of Greek

  • χιότη — και χιούτη, η, Ν (διαλ. τ.) χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη (για τον σχηματισμό πρβλ. γεμάτος: γιομάτος, γεφύρι: γιοφύρι)] …   Dictionary of Greek

  • Βουτιερίδης, Ηλίας — (Σουλινά Ρουμανίας 1874 – Αθήνα 1941). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία τεσσάρων ετών, τελείωσε το Βαρβάκειο και σπούδασε έπειτα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μαθητής ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …   Dictionary of Greek

  • γεφύρι — γεφύρι, το και γιοφύρι, το βλ. γέφυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»